- φρουρητός
- -ή, -όν, Α [φρουρῶ]αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρουρητόν — φρουρητός watched masc acc sg φρουρητός watched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροφρούρητος — ἑτεροφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρουρητος (< φρουρώ) πρβλ. α φρούρητος, περι φρούρητος] … Dictionary of Greek
θεοφρούρητος — θεοφρούρητος, ον (Μ) (για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και για το βυζαντινό κράτος) αυτός που φρουρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρούρητος (< φρουρώ), πρβλ. α φρούρητος, νυκτι φρούρητος] … Dictionary of Greek